σταυρόνημα

σταυρόνημα
το, Ν
1. φυσ. διαφανής δίσκος ο οποίος φέρει δύο πολύ λεπτά νήματα που τέμνονται υπό ορθή γωνία και χρησιμεύει για την ακριβή σκόπευση αντικειμένων όταν αυτά παρατηρούνται με διόπτρες, τηλεσκόπια ή άλλα οπτικά όργανα
2. αστρον. δύο κάθετα λεπτά νήματα ή χαραγές σε σχήμα σταυρού, τοποθετημένα στο εστιακό επίπεδο αστρονομικού οργάνου
3. (γεωδ.) διάταξη γραμμών τηλεοπτικής διόπτρας για τον καθορισμό τού σκοπευτικού άξονά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + νήμα, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. reticule (< λατ. reticulum «μικρό δίχτυ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταυρόνημα — το σύστημα πολλών νημάτων πάνω στο φακό του τηλεσκοπίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

  • νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • νηματούχος — ο, θηλ. και α φρ. «νηματούχο μικρόμετρο» αστρον. παλαιός όρος για τη διόπτρα ερευνητή που φέρει σταυρόνημα και είναι προσαρμοσμένη στην αστρονομική διόπτρα ή στο τηλεσκόπιο, παράλληλα με τον άξονά τους, και με τη βοήθεια τής οποίας γίνεται η… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”